- κουνκανατζής
- ο, θηλ. κουνκανατζούάτομο που παίζει συνεχώς κουνκάν.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνκάν + κατάλ. -ατζής (< τουρκ. κατάλ. -ci), πρβλ. δοσ-ατζής, παγωτ-ατζής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουμκανατζής — ο, θηλ. κουμκανατζού βλ. κουνκανατζής … Dictionary of Greek